- Πελασγος
- ΠελασγόςI2IIὅ Пеласг (сын Палехтона, миф. родоначальник пеласгов) Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Πελασγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγός — ο, ΝΑ 1. στον πληθ. οι Πελασγοί α) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνων β) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων 2. γενάρχης και… … Dictionary of Greek
Πελασγοῖς — Πελασγός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγοῖσι — Πελασγός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγοί — Πελασγός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγοῦ — Πελασγός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγούς — Πελασγός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγέ — Πελασγός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγῶν — Πελασγός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγῷ — Πελασγός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελασγόν — Πελασγός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)